- εννομως
- ἐννόμωςἐν-νόμως1) сообразно с законами, по закону
(ζημιοῦσθαι Lys.)
2) размеренно(ὕμνον ὑμνεῖν Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζημιοῦσθαι Lys.)
(ὕμνον ὑμνεῖν Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἐννόμως — Ἔννομος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννόμως — ἔννομος ordained by law adverbial ἔννομος ordained by law masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έννομος — η, ο (AM ἔννομος, ον) ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος (α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.) αρχ. 1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν… … Dictionary of Greek
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek